φάβρικα

φάβρικα
η, ΝΜ
συν. στον πληθ. οι φάβρικες και αἱ φάβρικαι
(βυζ.) τα βυζαντινά οπλοποιεία, τα οποία τελούσαν υπό τον απόλυτο κρατικό έλεγχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabrica «εργαστήριο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”